Η νομική μετάφραση, περισσότερο ίσως από κάθε γλωσσική υπηρεσία, είναι ένα πολυσύνθετο έργο το οποίο απαιτεί διαρκή και στενή συνεργασία με τον χρήστη των μεταφράσεων.
Ιδανικά αναπτύσσεται μακροχρόνια σχέση η οποία στηρίζεται σε λεπτομερή περιγραφή και ανάλυση των απαιτήσεων και διέπεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Ειδικά στο κομμάτι της ανάλυσης των απαιτήσεων, οι κατευθυντήριες οδηγίες από τον πελάτη παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθ’ αυτώ μετάφραση, την επαλήθευση των πηγών, την ορολογία, ακόμη και τη σειρά συρραφής του πρωτοτύπου με την επικυρωμένη μετάφραση.
Στην νομική μετάφραση, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μεταφραστή, είναι η ιστορικότητα των κειμένων, στη περίπτωση κειμένων που έχουν συνταχθεί πριν πολλά χρόνια, σε κοινωνίες και κουλτούρες με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η ιστορικότητα στην νομική μετάφραση αφορά και την Ελλάδα, λόγω μιας άλλης ιδιαιτερότητας της χώρας μας. Ως απόρροια του γλωσσικού ζητήματος, τα νομικά κείμενα πολλές φορές εμφανίζουν δύστροπη και πολύπλοκη σύνταξη, τύπους καθαρεύουσας και εξαιρετικά πυκνό λόγο.
Μια άλλη πρόκληση που αφορά τη μετάφραση νομικών κειμένων είναι τα διαφορετικά νομικά και δικαιακά συστήματα της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, η απόδοση των όρων “πταισματοδικείο” και “ειρηνοδικείο” δυσκολεύει ιδιαίτερα τον Άγγλο μεταφραστή, γιατί δεν υπάρχει η αντίστοιχη βαθμίδα στο νομικό σύστημα της Αγγλίας. Αντίστοιχα, ο όρος “αντιπαροχή” αποδίδεται δύσκολα, επειδή δεν υπάρχει ως έννοια σε ξένες νομοθεσίες.
Οι μεταφραστές πρέπει να κατανοούν ουσιαστικά τα νομικά ζητήματα και να είναι εξοικειωμένοι με την νομική ορολογία.